σχοίνος

σχοίνος
Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους.
* * *
ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως θηλ. σχοῑνος, ἡ, Α
γενική ονομασία όλων τών ελοχαρῶν φυτών που αντί για φύλλα έχουν επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς, βούρλο
νεοελλ.
βοτ. το αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό σχίνος
αρχ.
1. (στον Αριστοφ.) καλάμι το οποίο χρησιμοποιούσαν οι βάτραχοι ως βέλος
2. καλάμι χρησιμοποιούμενο ως οβελός
3. γραφίδα από καλάμι
4. ιατρ. όργανο με σχήμα καθετήρα με το οποίο διερευνούσαν μία στενή και αγκύλη δίοδο
5. καθετί το πλεγμένο από το παραπάνω φυτό και, ιδίως, σχοινί, τριχιά
6. φράχτης κήπου
7. πλέγμα κλίνης
8. τόπος κατάφυτος με βούρλα
9. (στην Αίγυπτο) μονάδα μέτρησης εδαφικών εκτάσεων που ισοδυναμούσε με 60 ή 40 ή 48 ή 32 ή και 30 στάδια
10. μέτρο μήκους στους Πέρσες
11. μονάδα μέτρησης μήκους σύμφωνα με το οποίο οι νέοι άποικοι Έλληνες μιας περιοχής μοίραζαν τη γη που κατακτούσαν ή προσδιόριζαν τη γη που παραχωρούσαν στους δούλους για καλλιέργεια
12. είδος αρωματικού φυτού («σχοῑνος εὐώδης», Ιπποκρ.)
13. τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοινί, σχοίνισμα*
14. φρ. α) «σχοῑνος Εὐριπική» — το φυτό ολόσχοινος (Διοσκ.)
β) «σχοῑνος ὀξὺς» και «σχοῑνος ἑλεία» και «σχοῑνος λεία» — είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος (Θεόφρ., Διοσκ., Γαλ.)
γ) «σχοῑνος κάρπιμος» — είδος σχοίνου με μαύρη κορυφή, μελαγκρανίς* (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σχῖνος). Οι συνδέσεις τής λ. τόσο με τα λιθουαν. szēnas και αρχ. σλαβ. sěno «άχυρο, ξηρό χόρτο» όσο και με τα λατ. funis και λιθουαν. geinis «σχοινί, παλαμάρι» δεν ικανοποιούν από μορφολογική άποψη. Η λ. σχοῖνος με αρχική σημ. «κατηγορία φυτών με επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει καθετί το πλεγμένο από το φυτό αυτό και ιδίως το σχοινί (πρβλ. σχοινί) και τελικά μονάδα μέτρησης μήκους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχοίνος — σχοίνος, ο και σκοίνο, το το βούρλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σχοῖνος — rush fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοῖνος — rush masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σχοίνω — Σχοῖνος rush fem nom/voc/acc dual Σχοῖνος rush fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σχοῖνοι — Σχοῖνος rush fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοῖνοι — σχοῖνος rush masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σχοῖνον — Σχοῖνος rush fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοῖνον — σχοῖνος rush masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σχοίνοιο — Σχοῖνος rush fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σχοίνοις — Σχοῖνος rush fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”